- ἤρανος
- ἤρανοςkeepermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… … Dictionary of Greek
ἤρανε — ἤρανος keeper masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρανον — ἤρανος keeper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤραν' — ἤρανε , ἤρανος keeper masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)